- ψυχερός
- η , ό1) душевный, четкий, отзывчивый; 2) храбрый, смелый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχερός — ή, ό, Ν 1. πονόψυχος, καλόψυχος 2. θαρραλέος, τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός)] … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχεράδα — η, Ν [ψυχερός] η ιδιότητα τού ψυχερού … Dictionary of Greek